ΙΕΡΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΑ |
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΝΑΟΙ |
|
1. Παναγία Μυρτιδιώτισσα 2. Ὅσιος Θεόδωρος 3. Ἁγία Ἐλέσα 4. Ἅγιος Ἰωάννης ὁ ἐν Κρημνῷ 5. Ἅγιοι Ἀνάργυροι (Ξηρουλάκι) 6. Παναγία Ὀρφανή 7. Παναγία Μυρτιδιώτισσα (Κάστρο Χώρας) 8. Παναγία Ὀρφανή (Κάστρο Χώρας) 9. Ἅγιος Μύρων Ἀντικυθήρων |
1. Ἅγιος Παντελεήμων 2. Ἅγιος Γεώργιος τοῦ Βουνοῦ 3. Ἅγιος Ἀνδρέας (Λιβάδι) 4. Ἅγιος Δημήτριος (Ποῦρκο) 5. Ἅγιος Πέτρος (Ἀραῖοι) 6. Ἁγία Βαρβάρα (Παλαιόχωρα) 7. Ἐσταυρωμένος Χώρας |
|
Παναγία Μυρτιδιώτισσα (19ος αἰ.)
|
|
Ἁγία Μόνη (19ος αἰ.)
Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἐπιγραφή στό δυτικό ὑπέρθυρο τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς: «Ἤρξατο ἡ ἀνακαίνισις τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Μόνης κατά τό ἔτος 1840 δι' ἐπιμελείας καί διευθύνσεως τοῦ Πανιερωτάτου Ἐπισκόπου Προκοπίου Καλλονᾶ». Ἡ ἀνακαίνιση τῆς Μονῆς συνδέεται μέ τάμα τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ὁ ὁποῖος βρέθηκε πρίν ἀπό τήν ἔναρξη τῆς Ἐπανάστασης στό χῶρο τής Μονῆς. Στό ἐσωτερικό τοῦ Ναοῦ ἐπιγραφή μᾶς ἐνημερώνει γιά τή φροντίδα τῆς Μονῆς στή μορφή πού βλέπουμε σήμερα, τό 1868. Στό χῶρο τῆς Μονῆς ἐντοπίζονται κατάλοιπα προγενέστερων κτισμάτων (πιθανῶς 17ου αἰώνα). Στή Μονή φυλάσσεται εἰκόνα τῆς Παναγίας μέ ἀργυρό ἔνδυμα, σέ μαρμάρινο εἰκονοστάσιο. Στό ἔνδυμα εἶναι χαραγμένη ἡ προσωνυμία τῆς Θεοτόκου «Ἡ Μόνη Πάντων Ἐλπίς». Τό τέμπλο τοῦ ναοῦ εἶναι ξυλόγλυπτο μέ τήν ἐπιγραφή: «Χειρί Ἰωάννου Ἀργύρη 1841 Ἰούλιος». |
|
Ὅσιος Θεόδωρος (13ος αἰ.)
|
|
Ἁγία Ἐλέσα (19ος αἰ.)
|
|
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ ἐν Κρημνῷ (17ος αἰ.)
|
|
Ἅγιοι Ἀνάργυροι (19ος καί 17ος αἰ.)
|
|
Παναγία Ὀρφανή Μυλοποτάμου
Τό Ἅγιο Βῆμα εἶναι τρισυπόστατο, μέ τό καθολικό στό μέσον τής Θεοτόκου, τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἀριστερά καί τῶν τριῶν Ἁγίων προστατῶν τής Ἑπτανήσου Σπυρίδωνος, Διονυσίου καί Γερασίμου δεξιά. Τό Προσκύνημα διαθέτει πέντε κελλιά, τό ἕνα ἀπό τά ὁποῖα εἶναι ξενώνας καί μία τραπεζαρία. Ἡ μνήμη τῆς Παναγίας Ὀρφανῆς ἑορτάζεται στίς 15 Αυγούστου. |
|
Παναγία Μυρτιδιώτισσα καί Παναγία Ὀρφανή Ἡ μεγάλη ἐκκλησία τοῦ 1580, ἀρχικά ἦταν καθολική, «ἡ Παναγία τῶν Λατίνων». Ἀργότερα τό 1806 ἐγκαινιάσθη σάν ὀρθόδοξη ἐπ' ὀνόματι τῆς Μυρτιδιωτίσσης. Δίπλα εἶναι ἡ «Παναγία Ὀρφανή» τῆς οἰκογενείας Καλλονᾶ, στήν ὁποία φυλάσσονταν ἡ εἰκόνα καί τά κειμήλια τῆς Μονῆς Ἀγκαράθου τοῦ Ἡρακλείου τῆς Κρήτης ἐπί 300 χρόνια, ἀφότου ἡ Κρήτη ἔπεσε στά χέρια τῶν Τούρκων. Στήν ἐκκλησία τῆς Μυρτιδιωτίσσης φυλασσόταν ἡ εἰκόνα της 2 αἰῶνες περίπου, γιά τό φόβο τῶν πειρατῶν. Ἀπό τό 1842 ἡ εἰκόνα ἐπέστρεψε στό προσκύνημα τῶν Μυρτιδίων καί στό Κάστρο ἔμεινε ἕνα ἀντίγραφο τοῦ 1844. |
|
Ἅγιος Μύρων στά Ἀντικύθηρα
Ἡ παράδοση καί οἱ ἐλάχιστες γραπτές πηγές τοποθετοῦν τήν εὕρεση τῆς εἰκόνας τοῦ Ἁγίου στά Ἀντικύθηρα ἀπό Κρῆτες κυνηγούς στά τέλη τοῦ 18ου αἰώνα, καί ἐνῶ τό νησί ἦταν ἀκόμα ἔρημο ἀπό κατοίκους. Τό 1780 πολλοί κάτοικοι τῆς Κισάμου καί τῶν Σφακίων ἐποικίζουν τό νησί καί ὁ Ναός τοῦ Ἁγίου ἀποτελεῖ κτίσμα τῆς ἴδιας περιόδου.
Ὁ Πολιοῦχος τῶν Ἀντικυθήρων Ἅγιος Μύρων μαρτύρησε ἐπί Δεκίου τό 251 μ.Χ., ἦταν Πρεσβύτερος στήν Κόρινθο καί ἡ μνήμη του ἑορτάζεται μέ λαμπρότητα στίς 17 Αυγούστου, ἀποτελεῖ δέν ἐντελῶς ξεχωριστό πρόσωπο ἀπό τόν Ἅγιο Μύρωνα τῆς Κρήτης πού ἦταν Ἐπίσκοπος. |
|
Ἅγιος Παντελεήμων Ὁ μικρός μονόχωρος σήμερα Ναός τοῦ Ἁγ. Παντελεήμονα διασώζει ἁψίδα παλαιοχριστιανικῆς βασιλικῆς, εἶναι καμαροσκεπής, μέ μεταγενέστερες ἀντηρίδες στή νότια πλευρά. Στήν παρούσα φάση πραγματοποιοῦνται ἐργασίες ἄμεσων μέτρων προστασίας ἀπό τήν 1η Ἐφορεία Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων. |
|
Ἅγιος Γεώργιος τοῦ Βουνοῦ Συγκρότημα πού ἀποτελεῖται ἀπό δυό Ναούς. Ὁ ἀνατολικός Ναός ἀπό τήν παράδοση εἶναι ἀφιερωμένος στόν Ἅγ. Γεώργιο, εἶναι μονόχωρος καί πατάει σέ ψηφιδωτό δάπεδο πού ἔχει χρονολογηθεῖ στόν 7ο αἰώνα καί ἀποδίδει σκηνή κυνηγιοῦ. Ὁ δυτικός μονόχωρος τρουλαῖος Ναός, κυθηραϊκοῦ τύπου, εἶναι ἀφιερωμένος στήν Παναγία Μυρτιδιώτισσα καί τόν Ἅγ. Νικόλαο (δισυπόστατος Ναός).
Στό πρανές τοῦ λόφου ἐντοπίστηκε καί ἀποκαλύφθηκε ἱερό κορυφῆς προϊστορικῶν χρόνων. |
|
Ἅγιος Ἀνδρέας στό Λιβάδι (13ος αἰ.) Ὁ ἀξιόλογος Ναός τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα ἀνήκει στόν τύπο τοῦ ἐγγεγραμμένου σταυροειδοῦς, μεταβατικοῦ, μέ τροῦλο. Διασώζει τοιχογραφίες δυό βυζαντινῶν στρωμάτων (10ος-13ος), μέ ἰδιαίτερα ὑψηλῆς ποιότητας τό ἀποσπασματικά σωζόμενο δεύτερο στρῶμα τοῦ 13ου αἰώνα. Στό Ναό πραγματοποιοῦνται ἐργασίες ἀποκατάστασης μέ τή συνεργασία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κυθήρων καί τοῦ Ὑπουργείου Πολιτισμοῦ. |
|
Ἅγιος Δημήτριος στό Ποῦρκο Σύμπλεγμα τεσσάρων Ναῶν πού μεταξύ τους διαμορφώνουν τετράπλευρο, μέ μιά πόρτα εἰσόδου ἀπό τά δυτικά. Ὁ νότιος Ναός εἶναι ἀφιερωμένος στόν Ἅγ. Δημήτριο, ὁ βορειοανατολικός στήν Παναγία. Ὁ βόρειος στόν Ἅγ. Νικόλαο καί ὁ νοτιοδυτικός στόν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ ἤ στόν Ἅγ. Βασίλειο, σύμφωνα μέ τήν παράδοση. Διασώζει ἱδρυτική ἐπιγραφή τοῦ 13ου αἰώνα, μέ τό ὄνομα τοῦ ζωγράφου Δημητρίου, ἀρχιδιακόνου ἀπό τή Μονεμβασία καί τοιχογραφίες πού χρονολογοῦνται ἀπό τόν 13ο μέχρι τόν 18ο αἰώνα. |
|
Ἅγιος Πέτρος στούς Ἀραίους (13ος αἰ.) Ἐγγεγραμμένος σταυροειδής μέ ὀκταγωνικό τροῦλο Ναός, χωρίς νάρθηκα, 13ου αἰώνα. Διασώζει στρῶμα βυζαντινῶν καί μεταβυζαντινῶν τοιχογραφιῶν. Στό μνημεῖο ἔχουν πραγματοποιηθεῖ ἐργασίες στερέωσης τῶν τοιχογραφιῶν καί ἀποκατάστασης ἀπό τήν 1η Ἐφορεία Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων. |
|
Ἁγία Βαρβάρα Παλαιοχώρας (13ος αἱ.) Ὁ ἐγγεγραμμένος σταυροειδής μέ τροῦλο Ναός, χωρίς τοιχογραφίες, δεσπόζει στή βυζαντινή καστροπολιτεία τοῦ Ἁγ. Δημητρίου στήν Παλαιόχωρα καί ξεχωρίζει γιά τίς ραδινές ἀναλογίες, τόν ὑψηλό ὀκταγωνικό τροῦλο καί τή χαρακτηριστική στέγαση μέ τόν τοπικῆς προέλευσης σχιστόλιθο (χελόπλακα). |
|
Ἐσταυρωμένος στή Χώρα (17ος αἰ.) Ὁ Ναός τοῦ Ἐσταυρωμένου χτίστηκε περί τό 1660 ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Κυθήρων Φιλόθεο Δαρμάρο. Ἀπό γραπτή μαρτυρία τοῦ 1560, φαίνεται ὅτι προϋπῆρχε ναός τοῦ Ἐσταυρωμένου. Στήν εἴσοδο τοῦ Ναοῦ ὑπάρχει ἐντοιχισμένη κτητορική ἐπιγραφή μέ τό οἰκόσημο τῆς οἰκογενείας Δαρμάρου. Ὁ ἴδιος Ἐπίσκοπος Φιλόθεος ἔχτισε καί τήν Παναγία τή Μυρτιδιώτισσα στή Μονεμβασία. Ἐντός τοῦ Ναοῦ καί στό προαύλιο ἐθάπτοντο τά μέλη τῆς οἰκογενείας Δαρμάρου, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τό jus patronato τοῦ Ναοῦ, καθώς καί οἱ λοιποί ἐνορίτες, μεταξύ τῶν ὁποίων καί πολλοί πρόσφυγες ἀπό τήν Κρήτη καί τό Μοριά. Ὁ Ναός εἶναι καθιερωμένος στή Σταύρωση καί ἡ ἡμέρα τοῦ Ναοῦ εἶναι ἡ Μ. Παρασκευή μέ τό ἀπολυτίκιο «Ἐξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου...». Κατά τή διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ὁ Ναός φιλοξενεῖ, σύμφωνα μέ ἕνα παλαιότατο ἔθιμο τήν εἰκόνα τῆς Μυρτιδιωτίσσης, ἡ ὁποία εἶναι τό πολυτιμότερο κειμήλιο τῶν Κυθηρίων. Ἡ εἰκόνα παραμένει στό Ναό μέχρι τή Δευτέρα τῆς Διακαινησίμου καί τοποθετεῖται στό περίτεχνο προσκυνητάρι της, ἔργο Ζακυνθίου καλλιτέχνη κατά τό 1806. |


Τό συγκρότημα τῆς Μονῆς Μυρτιδίων ἀποτελεῖται ἀπό α) τό Καθολικό στό κέντρο πού ἀνήκει στόν τύπο της τρίκλιτης βασιλικῆς μέ ὑπερυψωμένο τό κεντρικό κλίτος, νάρθηκα καί ὑπερῷο (γυναικωνίτης), στό κατώτερο επίπεδο τοῦ ὁποίου βρίσκεται ὁ ἀρχικός Ναός τῆς Παναγίας, β) Κελλιά πού διατάσσονται βόρεια καί νότια τοῦ Καθολικοῦ, στά ὁποῖα φιλοξενοῦνται κυρίως πιστοί γιά τή νηστεία τῶν πρώτων 15 ἡμερῶν τοῦ Αὐγούστου (δεκαπεντισμός), γ) Κωδωνοστάσιο στά ΒΑ τοῦ Καθολικοῦ, ἀπό πωρόλιθο, συνολικοῦ ὕψους 26μ., μέ ἐντυπωσιακούς τοξοειδεῖς σχηματισμούς στά μέτωπα τῶν τεσσάρων ὀρόφων, δ) Ναΐδιον τῆς Ἁγίας Τριάδος, μονόχωρο καμαροσκεπές, μεταβυζαντινῶν χρόνων.
Τό νεώτερο Καθολικό στή μορφή πού διατηρεῖται σήμερα κτίστηκε ἀπό τόν ἡγούμενο Ἀγαθάγγελο Καλλίγερο στά μέσα τοῦ 19ου αἰώνα. Ἀνήκει στόν τύπο τῆς τρίκλιτης βασιλικῆς, μέ μαρμάρινο τέμπλο καί επιγραφή πού μᾶς πληροφορεῖ ὅτι τό φιλοτέχνησαν καλλιτέχνες ἀπό τήν Τῆνο, τό ἔτος 1856. Ἐντυπωσιακό εἶναι τό κωδωνοστάσιο κτισμένο ἐξ ὁλοκλήρου ἀπό πωρόλιθο τό ὁποῖο διακοσμήθηκε ἀπό τόν Κυθήριο καλλιτέχνη Νικόλαο Φατσέα (Φουριάρη) τό 1888. Κελλιά διατάσσονται βόρεια και νότια τοῦ Καθολικοῦ διά τούς εὐλαβεῖς προσκυνητάς.
Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἐπιγραφή στό δυτικό ὑπέρθυρο τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς: «Ἤρξατο ἡ ἀνακαίνισις τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Μόνης κατά τό ἔτος 1840 δι' ἐπιμελείας καί διευθύνσεως τοῦ Πανιερωτάτου Ἐπισκόπου Προκοπίου Καλλονᾶ». Ἡ ἀνακαίνιση τῆς Μονῆς συνδέεται μέ τάμα τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ὁ ὁποῖος βρέθηκε πρίν ἀπό τήν ἔναρξη τῆς Ἐπανάστασης στό χῶρο τής Μονῆς. Στό ἐσωτερικό τοῦ Ναοῦ ἐπιγραφή μᾶς ἐνημερώνει γιά τή φροντίδα τῆς Μονῆς στή μορφή πού βλέπουμε σήμερα, τό 1868. Στό χῶρο τῆς Μονῆς ἐντοπίζονται κατάλοιπα προγενέστερων κτισμάτων (πιθανῶς 17ου αἰώνα). Στή Μονή φυλάσσεται εἰκόνα τῆς Παναγίας μέ ἀργυρό ἔνδυμα, σέ μαρμάρινο εἰκονοστάσιο. Στό ἔνδυμα εἶναι χαραγμένη ἡ προσωνυμία τῆς Θεοτόκου «Ἡ Μόνη Πάντων Ἐλπίς». Τό τέμπλο τοῦ ναοῦ εἶναι ξυλόγλυπτο μέ τήν ἐπιγραφή: «Χειρί Ἰωάννου Ἀργύρη 1841 Ἰούλιος».
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος, Προστάτης τῶν Κυθήρων, σύμφωνα μέ τό βίο του, γεννήθηκε στήν Κορώνη μεταξύ τῶν ἐτῶν 870-890. Μεγάλωσε καί σπούδασε στό Ναύπλιο, ὅπου παντρεύτηκε καί ἀπέκτησε δύο παιδιά. Ή ἐπιθυμία του νά μονάσει τόν ἔφερε στή Ρώμη καί κατόπιν στή Μονεμβασία, ὅπου κλείστηκε σ' ἕνα κελλί τῆς ἐκκλησίας τῆς Θεοτόκου τῆς Διακονίας. Ἀπό ἐκεῖ ἦρθε στά Κύθηρα περί τό 921, ὅταν ἡ νῆσος ἦταν «ἔρημος καί ἀοίκητος» λόγῳ τῶν ἐπιδρομῶν τῶν Σαρακηνῶν τῆς Κρήτης καί ἐμόνασε στόν παλαιό χριστιανικό Ναό τῶν ἁγίων Σεργίου καί Βάκχου. Τό 922, στίς 12 Μαΐου ό Ὅσιος Θεόδωρος ἀπέθανε καί λίγο καιρό μετά τό θάνατό του ναῦτες περαστικοί ἀπό τά Κύθηρα βρῆκαν ἄθικτο τό λείψανό του. Τρία χρόνια ἀργότερα, τό 925, Μονεμβασιῶτες ἔθαψαν τό λείψανο τοῦ ἁγίου. Ἡ παλιά ἐκκλησία τῶν ἁγίων Σεργίου καί Βάκχου ξαναχτίστηκε ἀπό Μονεμβασιῶτες καί ἀφιερώθηκε στόν Ὅσιο Θεόδωρο. Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου δημιουργήθηκε μοναστήρι, τό ὁποῖο ἀπέκτησε περιουσία, τήν ὁποία καλλιεργοῦσαν οἱ ἱερωμένοι, κοσμικοί καί μοναχοί.
Στή θέση τῶν ἐρειπίων παλαιότερου Ναοῦ ἔχει ἀνεγερθεῖ ὁ νεώτερος μονόχωρος μεγάλων διαστάσεων Ναός τῆς Ἁγίας Ἐλέσας τό 1871, ἐνῶ νεώτερα κελλιά κτίσθηκαν στά βόρεια. Στά ΒΔ κατασκευάστηκε τό τριώροφο κωδωνοστάσιο. Στό νότιο τοῖχο τοῦ Ναοῦ ἀποδίδεται σύγχρονη παράσταση μέ κεντρικό θέμα τήν Ἁγία Ἐλέσα, σέ προτομή περιβαλλόμενη ἀπό δώδεκα σκηνές τοῦ βίου καί τοῦ μαρτυρίου της.
Σέ ὕψος περίπου 60 μ. καί ἀνεβαίνοντας 12 σκαλιά, φτάνουμε στή θύρα εἰσόδου τοῦ συγκροτήματος, ὅπου ἐντοπίζουμε τήν ἐπιγραφή ἀνακαίνισης τῆς Μονῆς ἀπό κάποιο μοναχό Ἰωαννίκιο Σανίνου τό 1725. Μέσω λίθινης σκάλας μπαίνουμε σέ καμαροσκεπή στοά μήκους 6 μ. καί ὕψους 2 μ. ἐπάνω ἀπό τήν ὁποία εἶχε κτισθεῖ ξενώνας, πού χωριζόταν σέ δύο αἴθουσες (κελλιά) καί ἕνα μαγειρεῖο. Ἐπάνω ἀπό τήν ἔξοδο τῆς στοᾶς ὑπάρχει ἄλλη ἐπιγραφή δυσανάγνωστη πού διασώζει τό «ἐκ βάθρων» καί σημαίνει τήν πρώτη ἀνέγερση. Σύμφωνα μέ τήν προφορική παράδοση ὁ ἀρχικός ξενώνας κτίσθηκε γύρω στό 1600 καί διέθετε 5-6 μοναχούς. Σέ ἐπαφή μέ τόν ξενώνα ὑπάρχει μικρή δεξαμενή (στέρνα). Συνεχίζοντας τήν ἀνάβαση βρισκόμαστε μπροστά σέ μικρό σπήλαιο. Δεξιά διακρίνονται στή ρίζα τοῦ κρημνοῦ θεμέλια κτίσματος, πιθανόν ἀπό τόν παλαιότερο ναό τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου.
Τό προσκύνημα τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων στή θέση Ξερουλάκι, βρίσκεται στά ἀνατολικά παλαιότερου μοναστηριοῦ, καί σύμφωνα μέ τήν ὑπάρχουσα ἐπιγραφή στό ὑπέρθυρο τοῦ περιβόλου κτίσθηκε τό ἔτος 1825.
Τό προσκύνημα βρίσκεται τρία χιλιόμετρα ΒΔ τοῦ Μυλοποτάμου, μέσα σέ κατάφυτο τοπίο ἀπό κέδρους, σχίνα καί πρίνα. Διαθέτει Ναό ἐνταγμένο μέσα σέ σπήλαιο μήκους 8μ. καί πλάτους 7μ. καί κελλιά ἐκτός αὐτοῦ στά ΒΔ. Ἀπό τήν παράδοση συνδέεται μέ τήν οἰκογένεια τοῦ Ἰωάννη Δαρμάρου.
Ἡ μεγάλη ἐκκλησία τοῦ 1580, ἀρχικά ἦταν καθολική, «ἡ Παναγία τῶν Λατίνων». Ἀργότερα τό 1806 ἐγκαινιάσθη σάν ὀρθόδοξη ἐπ' ὀνόματι τῆς Μυρτιδιωτίσσης. Δίπλα εἶναι ἡ «Παναγία Ὀρφανή» τῆς οἰκογενείας Καλλονᾶ, στήν ὁποία φυλάσσονταν ἡ εἰκόνα καί τά κειμήλια τῆς Μονῆς Ἀγκαράθου τοῦ Ἡρακλείου τῆς Κρήτης ἐπί 300 χρόνια, ἀφότου ἡ Κρήτη ἔπεσε στά χέρια τῶν Τούρκων. Στήν ἐκκλησία τῆς Μυρτιδιωτίσσης φυλασσόταν ἡ εἰκόνα της 2 αἰῶνες περίπου, γιά τό φόβο τῶν πειρατῶν. Ἀπό τό 1842 ἡ εἰκόνα ἐπέστρεψε στό προσκύνημα τῶν Μυρτιδίων καί στό Κάστρο ἔμεινε ἕνα ἀντίγραφο τοῦ 1844.
Ἡ παράδοση καί οἱ ἐλάχιστες γραπτές πηγές τοποθετοῦν τήν εὕρεση τῆς εἰκόνας τοῦ Ἁγίου στά Ἀντικύθηρα ἀπό Κρῆτες κυνηγούς στά τέλη τοῦ 18ου αἰώνα, καί ἐνῶ τό νησί ἦταν ἀκόμα ἔρημο ἀπό κατοίκους. Τό 1780 πολλοί κάτοικοι τῆς Κισάμου καί τῶν Σφακίων ἐποικίζουν τό νησί καί ὁ Ναός τοῦ Ἁγίου ἀποτελεῖ κτίσμα τῆς ἴδιας περιόδου.
Ὁ μικρός μονόχωρος σήμερα Ναός τοῦ Ἁγ. Παντελεήμονα διασώζει ἁψίδα παλαιοχριστιανικῆς βασιλικῆς, εἶναι καμαροσκεπής, μέ μεταγενέστερες ἀντηρίδες στή νότια πλευρά. Στήν παρούσα φάση πραγματοποιοῦνται ἐργασίες ἄμεσων μέτρων προστασίας ἀπό τήν 1η Ἐφορεία Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων.
Συγκρότημα πού ἀποτελεῖται ἀπό δυό Ναούς. Ὁ ἀνατολικός Ναός ἀπό τήν παράδοση εἶναι ἀφιερωμένος στόν Ἅγ. Γεώργιο, εἶναι μονόχωρος καί πατάει σέ ψηφιδωτό δάπεδο πού ἔχει χρονολογηθεῖ στόν 7ο αἰώνα καί ἀποδίδει σκηνή κυνηγιοῦ. Ὁ δυτικός μονόχωρος τρουλαῖος Ναός, κυθηραϊκοῦ τύπου, εἶναι ἀφιερωμένος στήν Παναγία Μυρτιδιώτισσα καί τόν Ἅγ. Νικόλαο (δισυπόστατος Ναός).
Ὁ ἀξιόλογος Ναός τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα ἀνήκει στόν τύπο τοῦ ἐγγεγραμμένου σταυροειδοῦς, μεταβατικοῦ, μέ τροῦλο. Διασώζει τοιχογραφίες δυό βυζαντινῶν στρωμάτων (10ος-13ος), μέ ἰδιαίτερα ὑψηλῆς ποιότητας τό ἀποσπασματικά σωζόμενο δεύτερο στρῶμα τοῦ 13ου αἰώνα. Στό Ναό πραγματοποιοῦνται ἐργασίες ἀποκατάστασης μέ τή συνεργασία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κυθήρων καί τοῦ Ὑπουργείου Πολιτισμοῦ.
Σύμπλεγμα τεσσάρων Ναῶν πού μεταξύ τους διαμορφώνουν τετράπλευρο, μέ μιά πόρτα εἰσόδου ἀπό τά δυτικά. Ὁ νότιος Ναός εἶναι ἀφιερωμένος στόν Ἅγ. Δημήτριο, ὁ βορειοανατολικός στήν Παναγία. Ὁ βόρειος στόν Ἅγ. Νικόλαο καί ὁ νοτιοδυτικός στόν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ ἤ στόν Ἅγ. Βασίλειο, σύμφωνα μέ τήν παράδοση. Διασώζει ἱδρυτική ἐπιγραφή τοῦ 13ου αἰώνα, μέ τό ὄνομα τοῦ ζωγράφου Δημητρίου, ἀρχιδιακόνου ἀπό τή Μονεμβασία καί τοιχογραφίες πού χρονολογοῦνται ἀπό τόν 13ο μέχρι τόν 18ο αἰώνα.
Ἐγγεγραμμένος σταυροειδής μέ ὀκταγωνικό τροῦλο Ναός, χωρίς νάρθηκα, 13ου αἰώνα. Διασώζει στρῶμα βυζαντινῶν καί μεταβυζαντινῶν τοιχογραφιῶν. Στό μνημεῖο ἔχουν πραγματοποιηθεῖ ἐργασίες στερέωσης τῶν τοιχογραφιῶν καί ἀποκατάστασης ἀπό τήν 1η Ἐφορεία Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων.
Ὁ ἐγγεγραμμένος σταυροειδής μέ τροῦλο Ναός, χωρίς τοιχογραφίες, δεσπόζει στή βυζαντινή καστροπολιτεία τοῦ Ἁγ. Δημητρίου στήν Παλαιόχωρα καί ξεχωρίζει γιά τίς ραδινές ἀναλογίες, τόν ὑψηλό ὀκταγωνικό τροῦλο καί τή χαρακτηριστική στέγαση μέ τόν τοπικῆς προέλευσης σχιστόλιθο (χελόπλακα).
Ὁ Ναός τοῦ Ἐσταυρωμένου χτίστηκε περί τό 1660 ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Κυθήρων Φιλόθεο Δαρμάρο. Ἀπό γραπτή μαρτυρία τοῦ 1560, φαίνεται ὅτι προϋπῆρχε ναός τοῦ Ἐσταυρωμένου. Στήν εἴσοδο τοῦ Ναοῦ ὑπάρχει ἐντοιχισμένη κτητορική ἐπιγραφή μέ τό οἰκόσημο τῆς οἰκογενείας Δαρμάρου. Ὁ ἴδιος Ἐπίσκοπος Φιλόθεος ἔχτισε καί τήν Παναγία τή Μυρτιδιώτισσα στή Μονεμβασία. Ἐντός τοῦ Ναοῦ καί στό προαύλιο ἐθάπτοντο τά μέλη τῆς οἰκογενείας Δαρμάρου, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τό jus patronato τοῦ Ναοῦ, καθώς καί οἱ λοιποί ἐνορίτες, μεταξύ τῶν ὁποίων καί πολλοί πρόσφυγες ἀπό τήν Κρήτη καί τό Μοριά.