Τό Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012 στό Πνευματικό Κέντρο Ποταμοῦ καί τήν Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012 στό Λεοντσίνειο Πνευματικό Κέντρο Κεραμωτοῦ,
περί ὥραν 6:30μμ., ἔγίνε ἡ μηνιαία
Σύναξις τῆς Σχολῆς Γονέων καί Κηδεμόνων.
Ὁμιλητής ὁ Αἰδ/τος Πρωτ/ρος
π. Παναγιώτης Μεγαλοκονόμος,
Θεολόγος, Ἀναπλ. Γεν. Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος
τῆς καθ' ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
μέ θέμα
«Ἡ ἀποθέωση τῆς βίας καί ἡ ἐπίδραση της
στά παιδιά μας.
Ἡ
αὐτοκτονία ἑνός λαοῦ».
Μετά τήν ὁμιλία ἀκολούθησε ἐνδιαφέρουσα συζήτησις ἐπί τοῦ θέματος.
Ἀκοῦστε τό ἠχητικό ἀπόσπασμα τῆς ἐκδήλωσης καί
διαβάστε ὀλόκληρη τήν ὁμιλία πού παραθέτουμε εὐθύς ἀμέσως
Get the Flash Player to see this player. |
Μπορείτε να κατεβάσετε αυτή την εκδήλωση σε αρχείο mp3 κάνοντας click εδώ. ![]() |
Εἶναι γεγονός πώς γιά νά κάνεις μιά ἐμπεριστατωμένη ὁμιλία γιά τήν βία στήν ὅποια μορφή της πρέπει νά εἶσαι εἰδικός ἐπιστήμονας ἤ νά ἔχεις ἔλθει σ' ἐπαφή μέ θύματα βίας, ἀλλά καί θύτες.
Θά τολμήσω ὅμως νά κάνω αὐτή τήν ὁμιλία γιατί θέλω νά συμπροβληματισθοῦμε σ' ἕνα φαινόμενο πού ἐνῶ πρίν μερικά χρόνια ἐντοπιζόταν σέ συγκεκριμένους χώρους (π.χ. γήπεδα) σήμερα καί ἐξαιτίας τῆς οἰκονομικῆς κρίσης ἔχει ἐξαπλωθεῖ καί τείνει νά γίνει καθημερινό φαινόμενο μέ τάσεις ἀποδοχῆς ἀπό τήν κοινωνία τῶν «χριστιανῶν» Ἑλλήνων. Ἐπηρεάζονται ἔτσι καί τά παιδιά μας πού αὔριο μπορεῖ νά διοικοῦν αὐτό τόν ταλαίπωρο τόπο ὁδηγώντας τό λαό στήν αὐτοκτονία του ἄν δέν τό ἔχει κάνει μέχρι τότε.
Θά στηριχθῶ στίς μελέτες εἰδικῶν ἐπιστημόνων ὅπως τῆς Judith Lewis Herman καθηγήτριας Ψυχιατρικῆς στήν Ἰατρική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Harvard Η.Π.Α. καί στό βιβλίο της «Βία - ἐπακόλουθα ψυχικά τραύματα - θεραπεία», ἀλλά καί στά βιβλία τῶν Νικολάϊ Στάϊνχαρτ «τό ἡμερολόγιο τῆς εὐτυχίας», ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ὁ Πατριάρχης τῶν ρουμανικῶν γραμμάτων καί ἔζησε τή βία τῶν ὁλοκληρωτικῶν καθεστώτων μέ φυλακίσεις, καταναγκαστικά ἔργα καί ἀτελείωτες ἀνακρίσεις καί τῆς Τατιάνας Γκορίτσεβα «Πῶς βρῆκα τό Θεό στή Σοβιετική Ἕνωση», καθηγήτριας στή Σοβιετική Ρωσία, ὅπου τό 1981 ἐκδιώχθηκε καί κατέφυγε στή Γερμανία.
Ἐπίσης, θεωρῶ, ὅτι ὀφείλουμε νά μιλᾶμε στά παιδιά μας κατά τῆς βίας, ἀλλά καί γενικά στήν κοινωνία, ὅπως πολύ σωστά ἔκανε ὁ Μητροπολίτης Σιατίστης Παῦλος, γιά νά προλάβουμε διότι ἡ καταστολή μετά θά εἶναι ἀδύνατη. Προπάντων ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει δικαίωμα νά σιωπᾶ σέ τέτοιες περιπτώσεις. Ὀφείλει καί πρέπει νά ὀρθώσει πολιτικό, ἀληθινό χριστιανικό λόγο. Ὁ Ν.Στάϊνχαρτ μιλώντας γιά τήν Εὐρώπη τοῦ Β' Παγκοσμίου Πολέμου ἀναφέρει «ἀναρριχήθηκαν στήν ἐξουσία οἱ «βάρβαροι» καί παρά τούς τόσους νόμους κάνουν συνεχῶς ἀνοησίες σάν ἠλίθιοι καί ἀμόρφωτοι. Οἱ ἀξιόλογοι ἄνθρωποι, ἀντί νά ἐναντιωθοῦν καί ν' ἀντιδράσουν κάνουν πώς δέν βλέπουν πώς δέν ἀκοῦν καί μέ λίγα λόγια προδίδουν. Γιατί; Διότι δέν κάνουν τό καθῆκον τους. Ἀμερόληπτοι καί εὐκολόπιστοι ἁπλῶς κοιτάζουν καί σιωποῦν. Κι ὅμως τελικά εἶναι οἱ πιό ἔνοχοι».
Ἐπίσης, καλόν εἶναι νά μαθαίνουμε στά παιδιά μας καί νά ὑπενθυμίζουμε τήν ἱστορία καί ὄχι σκόπιμα ν' ἀποσιωποῦμε τά γεγονότα βίας. Στή Σμύρνη δέν ὑπῆρξε συνωστισμός τῶν ἀμάχων, ἀλλά κατακρεουργήθηκαν οἱ Ἕλληνες ἀπό τούς Τούρκους καί ὄχι μόνο. Οἱ Ναζιστές καί γενικά τά ὁλοκληρωτικά καθεστῶτα εἴτε ἀπό δεξιά, εἴτε ἀπό ἀριστερά δημιούργησαν πολλά θύματα στό ὄνομα τοῦ ἔθνους ἤ τοῦ κόμματος κ.ἄ.
Δυστυχῶς, στήν ὑπόθεση βία δέν ρίχνεται πάντοτε ἄπλετο φῶς. Οἱ ἔρευνες γιά τό ψυχικό τραῦμα πού δημιουργεῖ ἡ κάθε μορφή βίας (πολέμου, βασανιστηρίων, σεξουαλικῆς βίας, βία στήν οἰκογένεια, κακοποίηση παιδιῶν) δέν προχωροῦν πάντοτε ἄν δέν τίς στηρίξει τό κοινωνικό γίγνεσθαι. Ἡ συστηματική ἔρευνα τοῦ ψυχικοῦ τραύματος ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ὑποστήριξη πού τῆς παρέχει ἕνα κοινωνικό κίνημα. Ἕνα κοινωνικό κίνημα ἀρκετά ἰσχυρό ὥστε νά νομιμοποιεῖ τή συμμαχία τῶν ἐρευνητῶν μέ τούς ἀσθενεῖς καί νά ἐξουδετερώνει τή συνήθη τάση πού ἔχει ἡ κοινωνία ν' ἀποσιωπᾶ καί ν' ἀρνεῖται. Τρεῖς εἶναι οἱ παράγοντες πού δέν ἐπιτρέπουν τήν ἔρευνα αὐτή. Ὁ θύτης πού θέλει νά ξεχάσει γιατί τόν συμφέρει, τό θῦμα πού θέλει καί αὐτό νά ξεχάσει τήν ἀσχήμια τῆς βίας πού δέχθηκε καί ὁ μάρτυς πού εὔκολα παρασύρεται καί παίρνει τό μέρος τοῦ θύτη. Ὁ Leo Eitinger ψυχίατρος πού ἐργάστηκε μέ ἐπιζῶντες ἀπό ναζιστικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως ἀναφέρει : «Ὁ πόλεμος καί τά θύματα εἶναι γεγονότα πού ἡ κοινωνία θέλει νά λησμονήσει. Ἕνα πέπλο λησμονιᾶς πέφτει πάνω σέ κάθε τί ὀδυνηρό καί δυσάρεστο. Οἱ δύο πλευρές στέκονται ἀντιμέτωπες. Ἀπό τή μιά πλευρά εἶναι τά θύματα πού πιθανῶς θέλουν νά ξεχάσουν, ἀλλά δέν μποροῦν καί ἀπό τήν ἄλλη ὅλοι ἐκεῖνοι πού θέλουν πολύ νά ξεχάσουν καί τό καταφέρνουν. Σ' αὐτόν τόν σιωπηλό καί ἄνισο διάλογο, ὁ πιό ἀδύναμος εἶναι ὁ χαμένος (βλ. θῦμα)».
Πολλές φορές ἀμφισβητεῖται σκόπιμα καί ἡ ἀξιοπιστία τῶν ἐρευνῶν ἤ ἄν τά γεγονότα εἶναι πραγματικά ἤ στήν φαντασία τῶν θυμάτων.
Ἀναφορά στά κοινωνικά κινήματα ἀπό τό βιβλίο τῆς Judith Lewis Herman, Βία, σελ.16-17, «Στή διάρκεια τοῦ περασμένου αἰῶνα, τρεῖς φορές ἡ κοινωνία συνειδητοποίησε μιά συγκεκριμένη μορφή ψυχικοῦ τραύματος. Κάθε φορά, ἡ ἔρευνα τοῦ τραύματος προχωροῦσε παράλληλα μέ ἕνα κοινωνικό κίνημα. Τό πρῶτο τραῦμα πού ἐμφανίστηκε ἦταν ἡ ὑστερία, ἡ ἀρχέτυπη ψυχική διαταραχή τῶν γυναικῶν. Ἡ ἔρευνά της καλλιεργήθηκε μέσα σέ ἕνα δημοκρατικό, ἀντιεκκλησιαστικό κοινωνικό κίνημα τοῦ τέλους τοῦ 19ου αἰῶνα στή Γαλλία. Τό δεύτερο τραῦμα ὑπῆρξε ὁ «κλονισμός ἀπό τούς βομβαρδισμούς» ἤ «νεύρωση ἀπό μάχες» (shell shock ἤ combat neurosis). Ἡ ἔρευνα ξεκίνησε στήν Ἀγγλία καί τίς ΗΠΑ μετά τόν Α' Παγκόσμιο Πόλεμο καί κορυφώθηκε μετά τόν πόλεμο τοῦ Βιετνάμ. Τό κοινωνικό κίνημα ὑποστήριξης ἦταν ἡ μείωση τῆς λατρείας τοῦ πολέμου καί ἡ ἀνάπτυξη τοῦ ἀντι-πολεμικοῦ κινήματος. Τό τρίτο καί πιό πρόσφατο τραῦμα πού βγῆκε στήν ἐπιφάνεια εἶναι ἡ σεξουαλική βία καί ἡ βία μέσα στήν οἰκογένεια. Τό κοινωνικό πλαίσιο ὑποστήριξης εἶναι τό γυναικεῖο κίνημα στή Δυτική Εὐρώπη καί στή Βόρειο Ἀμερική. Οἱ γνώσεις πού ἔχουμε σήμερα γιά τό ψυχικό τραῦμα βασίζονται στή σύνθέση αὐτῶν τῶν τριῶν πεδίων ἔρευνας».
Τίς περισσότερες ὅμως φορές ἡ βία εἶναι ἀθέατη, διότι οἱ θύτες ἐπιθυμοῦν νά μείνει ἀθέατη. Καί τοῦτο συμβαίνει, ἄν καί στίς περιπτώσεις πολιτικῆς βίας (ὁλοκληρωτικά καθεστῶτα, κομματισμός ἤ χούντα) ἐπιδιώκεται ἡ ἀποκοπή τῶν λαῶν ἀπό τόν ἐκτός συνόρων κόσμο γιά νά μήν γνωρίζουν οἱ μέσα τί γίνεται ἔξω καί τἀνάπαλιν, ἡ δέ βία δέν μπορεῖ νά μείνει τελείως ἀθέατη διότι ἀναπτύσσονται κινήματα ἀντικαθεστωτικά. Λέει ἡ Τατιάνα Γκορίτσεβα «ὁ ἐπιστημονικός μου σύμβουλος ἀπό τίς πρῶτες ἤδη μέρες μοῦ ἔδωσε συμβουλή νά μπῶ στό Κόμμα. Χωρίς κόμμα - εἶπε- δέν μποροῦσε κανένας νά σταδιοδρομήσει στήν φιλοσοφία. Ὅταν δοκίμασα νά τοῦ ἐξηγήσω, πώς αὐτό δέν συζητιόταν κἄν ζωγραφίστηκε στό πρόσωπό του φόβος καί ἔπειτα ἀδιαφορία. Γνωστοί μου βρῆκαν ἕναν τρόπο νά διδάξω στήν Ἰατρική Σχολή Ἠθική καί Αἰσθητική, ἐννοεῖται βέβαια μαρξιστική, γιατί ἄλλη δέν ὑπάρχει σέ μᾶς. Κανένας δέν μέ ρώτησε ποιά ἦταν ἡ δική μου γνώμη, γιατί δέν μᾶς ἐπιτρεπόταν κατά κάποιο τρόπο νά ἔχουμε προσωπική γνώμη. Δέν δίδαξα γιά πολύ χρόνο, γιατί δέν μποροῦσα νά ἀπατῶ τούς φοιτητές μου» (κρατῆστε τό σημερινό «ὅποιος ἔχει ἄλλη γνώμη πάει σπίτι του»).
Διαβάζουμε σ' ἕνα δημοσίευμα τοῦ περιοδικοῦ «Ἐνοριακή Εὐλογία»:
«...Πολύ πρόσφατα ἐπεβεβαίωσε δημόσια ὁ ἀδέκαστος πρώην Εἰσαγγελέας καί μέχρι πρό ὀλίγων ἡμερῶν ἐπικεφαλῆς τοῦ Σ.Δ.Ο.Ε. κ. Ἰ. Διώτης λέγοντας ὅτι ζήτησε ἀπό τήν Κυβέρνηση 10 ὑπαλλήλους θαλάσσης (μέ μετάθεση, ὄχι διορισμό) στόν Σ.Δ.Ο.Ε, γιά νά ἐξοικονόμηση ἡ Χώρα μας 150 περίπου ἑκατομμύρια εὐρώ ἀπό τήν πάταξη τῆς φοροδιαφυγῆς τῶν Σκαφῶν καί ἄλλους 10 ὑπαλλήλους, γιά τήν κάλυψη Συνοριακῶν Γραμμῶν, ὥστε νά παταχθῆ τό λαθρεμπόριο τσιγάρων καί πετρελαίου καί νά ἔχη ἡ Οἰκονομία μας ἔσοδα 1 δισεκατομμυρίου εὐρώ καί ἡ Κυβέρνηση, ὄχι μόνο τοῦ ἀρνήθηκε, ἀλλά καί τόν ἀπέλυσε!»
Ἐκεῖ, ὅμως, πού ἡ βία εἶναι ἀθέατη, εἶναι μέσα στήν οἰκογένεια. Στά περισσότερα σπίτια δέν ὑπάρχουν σίδερα, δέν ὑπάρχουν ἀγκαθωτά συρματοπλέγματα καί μάλιστα οἱ θύτες - ἄντρες στίς περισσότερες περιπτώσεις- δέν ἀναγνωρίζονται διότι φέρονται φυσιολογικά στίς σχέσεις τους μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους.
Θά κάνω μία παρένθεση καί θ' ἀναφερθῶ σέ μιά τελείως ἀθέατη πλευρά βίας πού στίς μέρες μας δέν θεωρεῖται κἄν βία ὅπου θύτες εἶναι οἱ γυναῖκες τό πλεῖστον καί γίνεται στό ὄνομα τῆς χειραφέτησής τους καί τῆς ἀπελευθέρωσής τους καί εἶναι οἱ ἐκτρώσεις. Βέβαια, ἐδῶ τά θύματα δέν μιλοῦν ποτέ. Εἶναι τά ἀγέννητα παιδιά.
Ἐκεῖνο πάντως πού ἐπιδιώκει σέ ὅλες τίς περιπτώσεις ὁ θύτης εἶναι νά αἰχμαλωτίσει τό θύμα του.
Στό βιβλίο τῆς Judith Lewis Herman, Βία, σελ.120-121, διαβάζουμε: «Πρῶτος στόχος τοῦ θύτη εἶναι νά κάνει σκλάβο του τό θῦμα ἀσκώντας δεσποτικό ἔλεγχο σέ κάθε πλευρά τῆς ζωῆς του. Σπάνια ὅμως ἱκανοποιεῖται μέ τήν ἁπλή ὑπακοή. Φαίνεται νά ἔχει ψυχολογική ἀνάγκη νά δικαιολογήσει τά ἐγκλήματα του, καί γι' αὐτό χρειάζεται διαβεβαιώσεις σεβασμοῦ, εὐγνωμοσύνης, ἀκόμη καί ἀγάπης. Ἀπώτερος στόχος του φαίνεται νά εἶναι ἡ δημιουργία ἑνός ἑκούσιου θύματος. Ὅμηροι, πολιτικοί κρατούμενοι, κακοποιημένες γυναῖκες καί σκλάβοι, ὅλοι τονίζουν τήν περίεργη ψυχολογική ἐξάρτηση τοῦ δεσμοφύλακα ἀπό τό θῦμα του. Στό ἔργο του «1984» ὁ Τζώρτζ Ὄργουελλ δίνει φωνή στό ὁλοκληρωτικό πνεῦμα: «Δέν μᾶς ἱκανοποιεῖ ή ἀρνητική ὑποταγή. Ὅταν τελικά παραδοθεῖς σέ μᾶς, θά πρέπει νά τό κάνεις μέ τή δική σου ἐλεύθερη βούληση. Δέν καταστρέφουμε τόν αἱρετικό ἐπειδή μᾶς ἀντιστέκεται. Ὅσο μᾶς ἀντιστέκεται, ποτέ δέν τόν καταστρέφουμε. Τόν προσηλυτίζουμε, αἰχμαλωτίζουμε τό ἐσωτερικό τοῦ μυαλοῦ του, τόν διαπλάθουμε ἀπό τήν ἀρχή. Καταστρέφουμε κάθε κακό καί κάθε ψευδαίσθηση πού ἔχει. Τόν κάνουμε νά ἔλθει μέ τό μέρος μας, ὄχι ἐπιφανειακά, ἀλλά εἰλικρινά, μέ ὅλη του τήν καρδιά». Κοινός παρονομαστής κάθε μορφῆς τυραννίας εἶναι ἡ ἐπιθυμία τοῦ τυράννου γιά ἀπόλυτο ἔλεγχο τοῦ ἀτόμου. Τά ὁλοκληρωτικά καθεστῶτα ἀπαιτοῦν ἀπό τά θύματά τους τήν ὁμολογία καί τήν πολιτική μεταστροφή. Ὅσοι ἔχουν σκλάβους ἀπαιτοῦν ἀπό αὐτούς εὐγνωμοσύνη. Πολλές θρησκευτικές αἱρέσεις ἀπαιτοῦν τελετουργικές θυσίες ὡς ἔνδειξη ὑποταγῆς στή θεία βούληση τοῦ ἡγέτη. Οἱ θύτες μέσα στήν οἰκογένεια ἀπαιτοῦν ἀπό τά θύματα τους νά ἐπιδείξουν ἀπόλυτη ὑπακοή καί πίστη, θυσιάζοντας κάθε ἄλλη σχέση. Ὅσοι διαπράττουν σεξουαλικά ἐγκλήματα ἀπαιτοῦν ἀπό τό θῦμα τους νά βρεῖ σεξουαλική ἱκανοποίηση μέ τήν ὑποταγή. Στόν πυρήνα τῆς πορνογραφίας βρίσκεται ἡ δυναμική τῆς ἰσχύος, ὁ ἀπόλυτος ἔλεγχος τοῦ ἀτόμου. Οἱ ἐρωτικές φαντασιώσεις πού ἔχουν ἑκατομμύρια ἄνδρες, φαινομενικά φυσιολογικοί, στηρίζουν μιά ἀπέραντη βιομηχανία πορνογραφίας, στήν ὁποία γυναῖκες καί παιδιά κακοποιοῦνται, ὄχι στή φαντασία ἄλλα στήν πραγματικότητα».
ΜΕΘΟΔΟΙ ΒΙΑΣ
Σύμφωνα μέ τίς μελέτες καί τίς ἔρευνες πού ἔχουν γίνει πάνω στό θέμα οἱ μέθοδοι σέ ὅλες τίς μορφές τῆς βίας εἶναι πανομοιότυπες.
«Ἡ τεχνική τῆς ἐπιβολῆς πάνω σέ ἕνα ἄλλο ἄτομο βασίζεται στή συστηματικά ἐπαναλαμβανόμενη πρόκληση ψυχικοῦ τραύματος. Ὁ ψυχολογικός ἔλεγχος ἔχει σκοπό νά προκαλέσει τρόμο καί ἀδυναμία στό θῦμα, νά τοῦ καταστρέψει τήν αἴσθηση τοῦ ἑαυτοῦ του σέ σχέση μέ τούς ἄλλους» Judith Lewis Herman, Βία, σελ.122. Οἱ μέθοδοι λοιπόν τῆς βίας μποροῦν νά συνοψισθοῦν στά ἑξῆς:
Α) Πλύση ἐγκεφάλου . Αὐτή γίνεται στό ἐπίπεδο τῶν ἰδεῶν χωρίς ἀναγκαστικά τό θῦμα νά δέχεται σωματική βία. Στά τυραννικά πολιτικά καθεστῶτα τό θῦμα - λαός πρέπει σέ πρώτη φάση νά πεισθεῖ μέ ἐπιχειρήματα ὅτι τό πολιτικό αὐτό καθεστώς εἶναι τό καλύτερο γιά τήν ἀσφάλειά του καί τήν εὐημερία του.
Παρόμοιες τεχνικές χρησιμοποιοῦνται γιά νά παρασύρουν γυναῖκες στήν πορνεία, τήν πορνογραφία, καθώς ἐπίσης καί γιά νά ἐπιβάλλουν τή βία μέσα στήν οἰκογένεια. Σήμερα ὅλα αὐτά γίνονται μέ τό διαδίκτυο (καρύκευμα = πορνεία γυναικῶν). Ἡ Τατιάνα Γκορίτσεβα γιά τή βία πού ἀντιμετώπιζε σάν παιδί ἀπόροια τοῦ ἀθεϊστικοῦ - κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος λέει : «Γεννήθηκα σέ μιά ἀθεϊστική σοβιετική οἰκογένεια. Ὁ πατέρας μου ἦταν τοπογράφος καί ταξίδευε. Ἔτσι βασικά ἡ μητέρα μου νοιαζόταν γιά μένα. Τό ἔκανε μέ αὐστηρότητα καί πολύ συχνά μέ τιμωροῦσε σκληρά, τόσο πού ἀπό τά πολύ μικρά μου χρόνια ἔγινε μιά ξένη γιά μένα, σχεδόν τή μίσησα. Ἀργότερα σάν ὁμαδάρχης τῆς Σοβιετικῆς Νεολαίας (ἐποχή Χρουτσώφ) ἐνέπνεα σ' ὅλους φόβο». Τά παιδιά, πού βιώνουν τή βία στό σπίτι τους, ἀργότερα σάν ἔφηβοι καί ἐνήλικοι θά δώσουν βία.
Β) Πλήρης ἔλεγχος κινήσεων καί παρακολούθηση - ταπεινωτικός ἔλεγχος ἀκόμη καί τῶν σωματικῶν λειτουργιῶν.
«Ὁ θύτης ἐλέγχει τί τρώει τό θῦμα, πότε κοιμᾶται, πότε πηγαίνει στήν τουαλέττα, τί ροῦχα φορεῖ. Ὅταν τό θῦμα στερεῖται τό φαγητό, τόν ὕπνο ἤ τήν ἄσκηση, ἐξασθενεῖ σωματικά. Ἀκόμη ὅμως καί ὅταν ἱκανοποιοῦνται οἱ βασικές σωματικές ἀνάγκες του, πάλι αὐτή ἡ ἐπίθεση κατά τῆς σωματικῆς αὐτονομίας του τό ντροπιάζει, τοῦ ρίχνει τό ἠθικό.
...Σέ ἀκραῖες θρησκευτικές αἱρέσεις μπορεῖ νά ἐλέγχεται αὐστηρά ἡ διατροφή καί τό ντύσιμο τῶν μελῶν, καί νά ἀνακρίνονται ἐξαντλητικά ὅποτε ξεφεύγουν ἀπό τούς κανόνες. Μέ ὅμοιο τρόπο, θύματα σεξουαλικῆς καί οἰκογενειακῆς κακοποίησης ἀναφέρουν μακρές περιόδους ὅπου στεροῦνται τόν ὕπνο ἐνῶ ὑπόκεινται σέ ἐντατική ἀνάκριση, καθώς καί σέ ἐξονυχιστικό ἔλεγχο τοῦ ντυσίματος, τῆς ἐμφάνισης, τοῦ βάρους καί τῆς διατροφῆς τους. Σχεδόν πάντα σέ γυναῖκες αἰχμαλώτους, εἴτε εἶναι πολιτικοί κρατούμενοι, εἴτε μέσα στήν οἰκογένειά τους, ὁ ἔλεγχος τοῦ σώματος ἐμπεριέχει σεξουαλική ἀπειλή καί παραβίαση». (Judith Lewis Herman, Βία, σελ. 123 & 124).
Γ) Ἀπειλές γιά τή σωματική ἀκεραιότητα τοῦ θύματος ἀλλά καί ἀγαπημένων προσώπων του.
Σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση ὁ θύτης δέν χρησιμοποιεῖ πάντα σωματική βία, ἀλλά κρατάει τό θῦμα του σέ συνεχῆ κατάσταση φόβου. Συχνά οἱ κακοποιημένες γυναῖκες ἀναφέρουν ὅτι ὁ θύτης ἀπειλοῦσε νά σκοτώσει τά παιδιά τους, τούς γονεῖς τους ἤ ὁποιονδήποτε φίλο τούς προσέφερε καταφύγιο, ἄν ἐκεῖνες ἐπιχειροῦσαν νά ξεφύγουν.
Δ) Ἀπομόνωση τοῦ θύματος ἀπό τίς σχέσεις του καί ἐπικράτηση μιᾶς μοναδικῆς σχέσης μέ τό θύτη.
Θά περιοριστῶ νά πῶ πώς ὅταν τό θύμα ξεκόψει ἀπό τίς ἀνθρώπινες σχέσεις του βλέπει τό κόσμο μέσα ἀπό τά μάτια τοῦ θύτη. Σ' αὐτούς πού βρίσκονται σέ φυλακές εἶναι ἀναπόφευκτο (πολιτικοί κρατούμενοι), ἐνῶ στίς ἄλλες περιπτώσεις ἡ ἐπαφή μέ ἄλλους ἀνθρώπους εἶναι μία μορφή ἀντίστασης. Μία γυναίκα πού ἐξαναγκάστηκε νά γίνει πόρνη καί ἠθοποιός σέ πορνογραφικές ταινίες περιγράφει μέ ποιό τρόπο σταδιακά προσελκύστηκε ἀπό ἕνα μαστρωπό, ὁ ὁποῖος πρῶτα τήν ἔπεισε νά σπάσει τούς δεσμούς μέ τούς γονεῖς της. «Πήγαινα μέ τά νερά του.Στήν ἀρχή δέν ἀσκοῦσε σωματική βία. Ὅλα ἦταν μαλακά καί σταδιακά τό ἕνα βηματάκι μετά τό ἄλλο».
Ε) Βασανιστήρια σέ ἐναλλαγή μέ πολύτιμες ἀπολαβές. (συχνά ἐξαρτησιογόνες π.χ. ποτά). Παράδειγμα μέ κρατούμενη δημοσιογράφο μέσα σέ μιά ντουλάπα.
ΣΤ) Θεοποίηση τῶν πεποιθήσεων τοῦ θύτη καί παράλληλη εὐγνωμοσύνη πρός αὐτόν.
Εἶναι μιά μέθοδος πού μπορεῖ νά καλλιεργεῖται γιά χρόνια. Ὁ θύτης ὁδηγεῖ τό θῦμα νά χάνει τή πίστη του σέ θεϊκή καί ἀνθρώπινη ἀγάπη καί τοῦ ἐξασφαλίζει «ποιότητα» ζωῆς μέσω τῆς βίας.
Ἡ γιαγιά πού μέ «ἀσφάλεια» ὁδηγεῖται νά πάρει τή σύνταξή της γιά νά μήν τήν πειράξουν οἱ «κακοί» νοιώθει εὐγνωμοσύνη στό συνοδό της. Ὅπως καί οἱ ἐπιζῶντες ἀπό οἰκογενειακή ἤ πολιτική αἰχμαλωσία ἀναφέρουν περιπτώσεις στίς ὁποῖες εἶχαν πεισθεῖ ὅτι θά τούς δολοφονοῦσαν, ἀλλά τούς δόθηκε χάρη τήν τελευταία στιγμή. Μετά ἀπ'αὐτό παραδόξως τό θῦμα θεωρεῖ τό θύτη του ὡς σωτήρα.
Ζ) Δημιουργία ὀργάνων (πιόνια) πού θ' ἀναπαράγουν τή βία.
Εἶναι σχετικό μέ τήν πλύση ἐγκεφάλου πού εἴπαμε στήν ἀρχή. Εἶναι πολύ ἐπικίνδυνο, διότι τό θῦμα χάνει τήν αὐτοσυνειδησία του, αἰχμαλωτίζεται καί γίνεται πολύ εὔκολα καί θύτης. Ἡ μέθοδος αὐτή σήμερα καλλιεργεῖται μέ τήν τηλεόραση (ὑπάρχει πολύ βία - ἀπό τά παιδικά ἕως τίς εἰδήσεις) ἀλλά καί μέ τό διαδίκτυο ὅπου οἱ «εἰδικοί» διδάσκουν τρόπους βίας.
Ὅλα αὐτά τά ἀνέφερα γιά νά κατανοήσουμε ὅτι ἡ ἐπιβολή καί ἡ ἐπικράτηση τῆς βίας εἶναι ὁλόκληρη ἐπιστήμη πού καλλιεργεῖται σιγά - σιγά καί μεσουρανεῖ σέ περιόδους κρίσης καί μάλιστα οἰκονομικῆς, ὅπου ὁ ἄνθρωπος ἐξαθλιώνεται καί ἐξευτελίζεται, ἀγριεύει, θυμώνει καί ἐπιθυμεῖ τή βία τήν ὁποία μέ ἔντεχνο τρόπο τοῦ τήν ἔχουν διδάξει (ἀκόμη καί τά παιδικά ἐμπεριέχουν μορφές βίας).
Ἡ ἀποθέωση τῆς βίας δέν ὀφείλεται ὅμως στήν οἰκονομική φτώχεια, ἀλλά στήν πνευματική φτώχεια τοῦ ἀνθρώπου. Λέει ὁ γέροντας Παΐσιος «Ἀρχοντιά πνευματική εἶναι ἡ πνευματική ἀνωτερότητα, εἶναι ἡ θυσία. Μία ἀρχοντική ψυχή ἔχει ἀπαιτήσεις μόνο ἀπό τόν ἑαυτό της καί ὄχι ἀπό τούς ἄλλους. Θυσιάζεται γιά τούς ἄλλους χωρίς νά περιμένει ἀνταμοιβή. Ξεχνάει ὅ,τι δίνει καί θυμᾶται ἀκόμη καί τό παραμικρό πού τῆς δίνεται. Ἔχει φιλότιμο, ἔχει ταπείνωση καί ἁπλότητα, ἀνιδιοτέλεια, τιμιότητα, ὅλα τά ἔχει. Ἔχει καί τή μεγαλύτερη χαρά καί τήν πευματική ἀγαλλίαση».
Δυστυχῶς, σήμερα οἱ ψυχές τῶν ἀνθρώπων ζητοῦν χρῆμα καί ἐξουσία, πού γιά τήν κατάκτησή τους χρειάζεται βία θεατή ἤ ἀθέατη. Οἱ καταστροφικές λατρεῖες, τά δίκτυα ἠλεκτρονικοῦ ἐγκλήματος (κυρίως πορνογραφικοῦ) καί οἱ ἀκραῖες ἐθνικιστικές ὀργανώσεις εἶναι τά πεδία, πού αὐξάνουν ὁλοένα τό χρῆμα καί τήν ἐξουσία τους. Οἱ θιασώτες τῆς βίας πού βρίσκονται πίσω καί μέσα στά παραπάνω πεδία δράσης ἔχουν κοιμίσει τόν σημερινό νεοέλληνα ὁ ὁποῖος μέ τήν ψεύτικη εὐμάρεια πού τοῦ προσφέρθηκε ἐδῶ καί χρόνια ἀπό τίς κυβερνήσεις τους, δέν ξέρει πῶς ν' ἀντιδράσει καί πολλές φορές ψάχνει τόν ἔνοχο στόν πλησίον του. Αὐτό μᾶς θυμίζει τό μύθο τοῦ Ἰάσονα πού ὅταν πῆγε νά πάρει τό χρυσόμαλλο δέρας μιά ἀπό τίς δοκιμασίες πού θά περνοῦσε ἦταν νά νικήσει τούς γίγαντες τῆς πεδιάδας. Κατόπιν συμβουλῶν τῆς Μήδειας τό μόνο πού εἶχε νά κάνει ὁ Ἰάσονας ἦταν νά ρίχνει πέτρες ἀνάμεσά τους καί αὐτοί τσακώνονταν μεταξύ τους καί σκότωνε ὁ ἕνας τόν ἄλλο.
Αὐτό εἶναι ἐπικίνδυνο γιά ἕνα λαό ὅπου μέ τή χρήση τῆς βίας ὁδηγεῖται στήν ἐξόντωσή του (αὐτοκτονία του).Τά παιδιά μας δέν κινδυνεύουν τόσο ἀπό τήν ἀνεργία ἤ τήν πεῖνα, ὅσο καί ἀπό τήν υἱοθέτηση τῆς βίας στή ζωή τους πού ἐμεῖς τούς διδάσκουμε, ἐπειδή ἔχουμε ξεχάσει τίς χριστιανικές μας καταβολές (καί πῶς νά μήν τίς ἔχουμε ξεχάσει) καί ἔχουμε θεοποιήσει τό χρῆμα καί τήν κοινωνική μας καταξίωση (βλ. ἐξουσία). Ὁ Στάϊνχαρτ λέγει «Ἀπό τή στιγμή πού τήν ἀγάπη μας πρός τό Θεό τή δείχνουμε ἀγαπώντας τόν πλησίον μας τή βλασφημία μας πρός τόν Θεό τή δείχνουμε μισώντας τόν πλησίον μας, ντροπιάζοντάς τον, θεωρώντας τον πράγμα χωρίς πνεῦμα μέσα του. Τό ζήτημα τοῦ ἀνθρώπου πού ὑποφέρει εἶναι ἱερό (ὅποιος κι ἄν εἶναι αὐτός ὁ ἄνθρωπος). Κάποιος πού εἶναι ἁπλός θεατής τοῦ ἀνθρώπινου πόνου δέν εἶναι δυνατόν νά πονᾶ σάν κι αὐτόν πού πάσχει. Ὁ πόνος σάν θέαμα εἶναι πάντοτε ἱερός. Αὐτόν πού ὑποφέρει εἶμαι ὑποχρεωμένος νά τόν συμπονέσω νά τόν βοηθήσω. Ὁ καλός Σαμαρείτης δέν ρωτάει τόν μισοπεθαμένο συνάνθρωπό του ποιός εἶναι, τί κάνει, ἀπό ποῦ ἔρχεται, μέ τί ἀσχολεῖται, μήν τυχόν εἶναι κάποιος ληστής πού τοῦ ἀξίζει ὅ,τι ἔπαθε». Ταύτιση μέ τίς δηλώσεις τοῦ Μητροπολίτη Παύλου, ἐνῶ εἶναι ἀντίθετα μέ τά λόγια πού δημόσια εἶπε Ἕλληνας βουλευτής : «ἔχουμε καί χριστιανούς ὀρθόδοξους, ἔχουμε καί ὁπαδούς τῆς ἀρχαίας θρησκείας. Αὐτό τό κοινό πού μᾶς ἑνώνει εἶναι ἡ Ἑλλάς.Ἄς μοῦ πεῖ ἕνας Βούλγαρος «μά, ρέ παιδιά κι ἐμεῖς χριστιανοί ὀρθόδοξοι εἴμαστε». Θά τοῦ δώσω τίς σφαλιάρες του καί θά τόν στείλω ἀπό κεῖ πού ἦρθε, δέ μέ νοιάζει καθόλου».
Τελειώνω μέ τά λόγια δύο μεγάλων ἡγετῶν πού γνώριζαν πώς ἡ χρήση βίας δέν εἶναι πάντα ἀποτελεσματική καί πώς ἡ βία παράγει βία.
Ἄς δοῦμε τί ἔλεγε ὁ 94χρόνος σήμερα Νέλσον Μαντέλα τό 1963 στήν ἀπολογία του σάν κατηγορούμενος γιά δολιοφθορά καί προδοσία ἀπό τήν τότε κυβέρνηση τῶν Λευκῶν.
Ὁ Νέλσον Μαντέλα ἦταν γιός ἀρχηγοῦ τῆς φυλῆς τῶν Τέμπου, παραιτήθηκε ὅμως τοῦ δικαιώματος διαδοχῆς γιά νά γίνει δικηγόρος. Πτυχιοῦχος τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Νότιας Ἀφρικῆς, ὁ Νέλσον Μαντέλα ἔγινε μέλος τοῦ Ἀφρικανικοῦ Ἐθνικοῦ Κογκρέσου τό 1944. Γρήγορα ἀναδείχθηκε ἡγέτης τοῦ Umkhonto we Sizwe (Δόρυ τοῦ Ἔθνους), τῆς ἔνοπλης πτέρυγας τοῦ Ἀφρικανικοῦ Ἐθνικοῦ Κογκρέσου. Μετά τή σφαγή ἄοπλων μαύρων ἀπό τήν ἀστυνομία στίς ταραχές τῆς Σάρπβιλ, τό 1960, ὁ Μαντέλα ὀργάνωσε δολιοφθορές κατά τοῦ καθεστῶτος, συνελήφθη καί καταδικάστηκε σέ πενταετῆ φυλάκιση. Τό 1963 δικάστηκε γιά δολιοφθορά, προδοσία καί βίαιη συνωμοσία στήν πασίγνωστη δίκη τῆς Ριβονίας, ἡ ὁποία πῆρε τό ὄνομα της ἀπό τό προάστιο τοῦ Γιοχάνεσμπουργκ ὅπου εἶχαν βρεθεῖ ὅπλα καί πυρομαχικά πού ἀνῆκαν στό Umkhonto. Ὁ λόγος πού δημοσιεύουμε εἶναι ἕνα μεγάλο ἀπόσπασμα αὐτοῦ πού ἐκφώνησε ὁ Μαντέλα πρός ὑπεράσπιση του. Στίς 12 Ἰουνίου 1964 καταδικάστηκε σέ ἰσόβια κάθειρξη. Παρέμεινε φυλακισμένος ὡς τίς 11 Φεβρουαρίου 1990, ὅταν τόν ἀπελευθέρωσε ἡ κυβέρνηση τοῦ Φρεντερίκ ντέ Κλέρκ. Ὁ Μαντέλα καί ὁ Ντέ Κλέρκ μοιράστηκαν τό Νόμπελ Εἰρήνης τό 1993. Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1994 ἡ Νότια Ἀφρική διεξήγαγε τίς πρῶτες παμφυλετικές ἐκλογές, ὅπου ἐπικράτησε τό Ἀφρικανικό Ἐθνικό Κογκρέσο. Ὁ Μαντέλα ἐξελέγη πρόεδρος, θέση στήν ὁποία παρέμεινε ὡς τό 1999, ὥσπου ἀποσύρθηκε ἀπό τήν ἐνεργό πολιτική.
Λέει λοιπόν ὁ Νέλσον Μαντέλα σ' αὐτόν τόν λόγο του στό δικαστήριο ὑπερασπιζόμενος τόν ἑαυτό του : «Ὅλα τά ἔννομα μέσα γιά τήν ἔκφραση τῆς ἀντίθεσης σέ αὐτήν τήν ἀρχή ἀποκλείστηκαν ἀπό τή νομοθεσία, καί ἐμεῖς βρεθήκαμε σέ μιά θέση στήν ὁποία ἔπρεπε εἴτε νά ἀποδεχτοῦμε μιά μόνιμη κατάσταση κατωτερότητας ἤ νά ἀντισταθοῦμε στήν κυβέρνηση. Ἐπιλέξαμε νά ἀψηφήσουμε τόν νόμο. Ἀρχικά παραβιάσαμε τόν νόμο μέ τέτοιο τρόπο πού ἀποφεύγαμε κάθε καταφυγή στή βία. Ὅταν αὐτός ὁ τρόπος κρίθηκε παράνομος καί ἡ κυβέρνηση κατέφυγε σέ μιά ἐπίδειξη δύναμης γιά νά συντρίψει τήν ἀντίθεση στήν πολιτική της, μόνο τότε ἀποφασίσαμε νά ἀπαντήσουμε μέ βία στή βία.
Ἡ βία ὅμως πού ἀποφασίσαμε νά υἱοθετήσουμε δέν ἦταν ἡ τρομοκρατία. Ἐμεῖς ἤμασταν ὅλοι μέλη τοῦ Ἐθνικοῦ Ἀφρικανικοῦ Κογκρέσου καί εἴχαμε πίσω μας τή δική του παράδοση τῆς μή βίας καί τῆς διαπραγμάτευσης ὡς τρόπους γιά τήν ἐπίλυση πολιτικῶν διαφωνιῶν. Πιστεύουμε πώς ἡ Νότια Ἀφρική ἀνήκει σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους πού τήν κατοικοῦν, καί ὄχι σέ μία ὁμάδα, μαύρη ἤ λευκή. Δέν θέλαμε ἕναν διαφυλετικό πόλεμο καί προσπαθήσαμε νά τόν ἀποφύγουμε ὡς τό τελευταῖο λεπτό...».
Τελειώνοντας τήν ὁμιλία του ὁ Νέλσον Μαντέλα εἶπε:
«Τό Ἀφρικανικό Ἐθνικό Κογκρέσο ἔχει ξοδέψει μισό αἰῶνα παλεύοντας ἐνάντια στόν ρατσισμό. Ὅταν θριαμβεύσει, δέν πρόκειται νά ἀλλάξει αὐτήν τήν πολιτική.
Γιά αὐτά πολεμάει λοιπόν τό Ἀφρικανικό Ἐθνικό Κογκρέσο. Ὁ ἀγῶνας του εἶναι πραγματικά ἐθνικός. Εἶναι ὁ ἀγῶνας, τοῦ ἀφρικανικοῦ λαοῦ, ἐμπνευσμένος ἀπό τά δικά του βάσανα καί τή δική του ἐμπειρία. Εἶναι ἕνας ἀγῶνας γιά τό δικαίωμα στή ζωή.
Κατά τή διάρκεια τῆς ζωῆς μου ἀφιέρωσα τόν ἑαυτό μου σέ αὐτόν τόν ἀγῶνα τοῦ ἀφρικανικοῦ λαοῦ. Ἔχω πολεμήσει ἐνάντια στή λευκή κυριαρχία, ὅπως ἔχω πολεμήσει ἐνάντια στή μαύρη κυριαρχία. Ἔχω ἀγαπήσει τό ἰδεῶδες μιᾶς δημοκρατικῆς καί ἐλεύθερης κοινωνίας στήν ὁποία ὅλα τά ἄτομα ζοῦν μαζί σέ ἁρμονία καί μέ ἴσες εὐκαιρίες. Εἶναι ἕνα ἰδεῶδες γιά τό ὁποῖο ἐλπίζω νά ζήσω ὥστε νά τό ἐπιτύχω. Ἄν χρειαστεῖ, ὅμως, εἶναι ἕνα ἰδεῶδες γιά τό ὁποῖο εἶμαι ἕτοιμος νά πεθάνω».
Ὁ ἄλλος μεγάλος ἡγέτης ὁ Μαχάτμα Γκάντι, ἡγέτης ἑνός πολυβασανισμένου λαοῦ τῶν Ἰνδῶν ἔκανε τή δική του εἰρηνική ἐπανάσταση.
Γιά νά σᾶς κατατοπίσω θά σᾶς διαβάσω τόν πρόλογο τοῦ βιβλίου τῆς Ἑλένης Ν. Καζαντζάκη «Μαχάτμα Γκάντι - μία ἁγία ζωή», σ.13-14.
«Ἴσα ἴσα τή στιγμή πού ὁ Μαχάτμα Γκάντι κέρδιζε, ὕστερα ἀπό πενήντα χρόνια ἀκατάπαυτου ἀγῶνα, τήν πιό μεγάλη νίκη -τήν ὡραιότερη νίκη τοῦ ἀνθρώπου- ἡ χώρα του διχοτομήθηκε.
Ξάφνου, ἐκεῖ πού ζοῦσαν εἰρηνικά Μουσουλμάνοι καί Ἰνδοί, ἄρχισαν ν' ἀλληλοσκοτώνουνται.
Τήν ἐποχή ἐκείνη ὁ Γκάντι ἦταν πάνω ἀπό 78 χρονῶν. Ὅμως, ὅπως τό συνηθοῦσε, πῆρε ἀπάνω του ὁλάκερη τή συμφορά, κι ὁρκίστηκε νά ξαναφέρει τήν εἰρήνη στόν τόπο του ἤ νά πεθάνει.
Ἔτσι, ἀκουμπισμένος σ' ἕνα κορμό δέντρου, στόν κῆπο τοῦ σπιτιοῦ Μπίρλα, ὁ Γκάντι ἄρχισε στίς 13 τοῦ Γενάρη τοῦ 1948 (στίς 30 πέθανε) τήν 104η νηστεία του, τήν τελευταία νηστεία τῆς ζωῆς του, πού ὅπως κι οἱ προηγούμενες ἔκανε τό θαῦμα της. Ὕστερα ἀπό πέντε μέρες ἀγριότητας, ἄντρες, γυναῖκες καί παιδιά -Μουσουλμᾶνοι κι Ἰνδοί- γύρισαν στά σπίτια τους. Ὁ ἐμφύλιος πόλεμος ἀποσοβήθηκε.
Μερικοί φίλοι, Ἰνδοί καί Μουσουλμᾶνοι, βρίσκουνταν κοντά του. Τό μούχρωμα σκίαζε τά πρόσωπα. Ὅλοι σώπαιναν, νά μήν ταράξουν τήν περισυλλογή τοῦ Δασκάλου.
Μετά ἀπό μακρά σιωπή ὁ Γκάντι ὕψωσε τό βλέμμα του γιά νά χαδέψει τ' ἀγαπημένα πρόσωπα τῶν μάθητῶν του. Χαμογέλασε. Ὕστερα, μέ μεγάλη ἠρεμία ἄρχισε νά μιλάει:
- Ἀδέρφια μου. Ξέρετε ὅλοι τήν ἀπόφαση μου. Χαράματα θ' ἀρχίσω τή νηστεία μου. Εἶναι τό μόνο ὅπλο πού μοῦ ἀπομένει. Ἴσως νά μή βγῶ ζωντανός ἀπό αὐτή τή δοκιμασία. Τί πειράζει; Μιά ἁγνή νηστεία ἔχει τή δική της ἀξία, ἀκόμα καί δίχως ἀνταμοιβή.
Τά παλιά χρόνια, στά βουδικά μοναστήρια, ὅταν ἄρχιζαν οἱ καλοκαιρινές βροχές, οἱ καλόγεροι ὕψωναν τά χέρια μπρός στ' ἀδέρφια τους πού κάθουνταν κύκλο ὁλόγυρα τους καί ἄρχιζαν μέ ταπεινοσύνη νά ξομολογοῦνται τή ζωή τους.
Ἐπιτρέψετε μου, ἀγαπημένοι μου ἀδερφοί, ν' ἀκολουθήσω τό παράδειγμα σας. Ἀνοῖξτε τίς καρδιές σας, ἀκούστε μέ ἐπιείκεια τήν ἐξομολόγηση μου:....»
Καί τούς εἶπε τή ζωή του καί τίς ἰδέες του γιά τή ζωή.Στό ἴδιο βιβλίο καί στό παρακάτω ἀπόσπασμα φαίνεται καί ἡ στάση ζωῆς του.
«Τό μίσος, πού τυφλώνει τό λαό μου, μέ σκοτώνει. Ξέρω τώρα πώς δέν μπορῶ νά ζήσω μήτε ἕνα χρόνο μ' αὐτή τήν ἀδελφοχτόνα τρέλα.
Τό 1934 παραιτήθηκα ἀπό πρόεδρος τοῦ Συνεδρίου μας κι ἀποτραβήχτηκα στή Βάρντα...
Καθώς ἤθελα νά νουθετῶ μέ τό παράδειγμα μου, λογάριασα τί κέρδιζε ἕνας παρίας κάθε μέρα κι ὁρκίστηκα ποτέ νά μήν τό ξεπεράσω γιά τίς προσωπικές μου ἀνάγκες.
Κάποτε οἱ φίλοι μου μοῦ ἔφερναν κάτι καλό, φροῦτα, μέλι, ρύζι ἤ ἀλεύρι. Γιά νά μήν τούς λυπήσω, δεχόμουν τά δῶρα τους. Ὅμως, μόλις ἔφευγαν, μάθαινα τί εἶχαν στοιχίσει καί τήν ἄλλη μέρα ἀφαιροῦσα τό ποσό αὐτό ἀπό τά καθημερινά μου ἔξοδα. Μοῦ συνέβηκε ἔτσι νά μή φάω μιά καί δυό μέρες. Τί μ' ἔνοιαζε; Ἡ καρδιά μου ἦταν ἀνάλαφρη κι ἡ ζωή ὄμορφη.
Κάποτε στό Ασράμ μας ξέσπαγε κάποιος μικροκαυγάς.
Θυμᾶμαι, μιά φορά, δυό μαθητές μου ἄρχισαν νά μαλώνουν γιά κάτι κιάλια. Ὁ ἀέρας μου ἔφερε τά πικρά τους λόγια. Πῆγα νά τούς βρῶ:
-Εἶναι, ἀλήθεια, ἀνάγκη νά ἐπιθυμεῖτε ἕνα αντικείμενο τόσο περιττό;
Πέταξα τά κιάλια στό ποτάμι κι οἱ μαθητές μου γέλασαν μαζί μου.
Μιάν ἄλλη φορά πάλι, ἡ θετή κορούλα μου -μία παρία πού τήν ἀγαπῶ σάν τά παιδιά μου- ἔσπασε παίζοντας τόν καθρέφτη μου.
Ἦταν ἀπαρηγόρητη. Ἦρθε νά μέ βρεῖ καί τά δάκρυα ἔτρεχαν πάνω στά χλωμά της μάγουλα.
Μονάχα τότε, χάρη σ' αὐτό τό ἀσήμαντο γεγονός, κατάλαβα πώς ἤμουν περιτριγυρισμένος μέ ἄχρηστα πράματα.
Μέ παρακαλοῦσε:
-Μπαπουτζῆ, θά μέ συχωρέσεις;
-Κοριτσάκι μου, ἀξίζει τόν κόπο νά κλαῖς; Ἔλα νά δεῖς! Νά! Τοῦτον τόν καθρέφτη τόν ρίχνω στό ποτάμι. Καί τοῦτο τό σαπούνι! Ἄς πάει νά τοῦ κρατάει συντροφιά. Νομίζεις, κοριτσάκι μου, πώς οἱ χωρικοί μας ἔχουν καθρέφτη καί εἰδικό σαπούνι γιά νά ξυρίζονται;
Γελοῦσε καί χοροπηδοῦσε γύρα μου σάν κατσικάκι. Ἦταν εὐτυχισμένη. Κι ἐγώ, κάθε φορά πού τό νιώθω ἀπό κάποιο θάμα καί ξεφορτώνουμαι ἕνα περιττό πρᾶμα, εἶμαι εὐτυχής κι ἀγαλλιάζω.
Δέν εἶχα φίλους μονάχα στίς Ἰνδίες. Λάβαινα γράμματα ἀπό τα τέσσερα σημεῖα του ὁρίζοντα, ἄλλοτε τρυφερά, γεμᾶτα ἀγάπη καί καλοσύνη, κι ἄλλοτε πάλι ὅλο ἄγχος κι ἀπαιτήσεις, λές κι ἦταν S.O.S. ἀπελπισίας.
Μιά μέρα ἔλαβα ἕνα πού μοῦ ἔδωσε μεγάλη χαρά. Ἦταν τοῦ Τσάρλυ Τσάπλιν:
«Δέν εἶμαι παρά ἕνας ἠθοποιός», ἔγραφε, «ἀλλά ὡς ἠθοποιός ἐνδιαφέρομαι γιά τά δράματα... Εἶστε τό πιό μεγάλο δρᾶμα τῆς σημερινῆς ἐποχῆς μας, εἶστε μιά μέγάλη ψυχή. Θά 'ταν μεγάλη χαρά γιά μένα νά σᾶς συναντήσω».
«Κάνετε τά παιδιά καί γελοῦν», τοῦ ἀποκρίθηκα. «Εἶναι τό καλύτερο διαβατήριο γιά τόν Παράδεισο. Πολύ φοβᾶμαι δέ θά φτάσω ποτέ τόσο ψηλά, γιατί δέν εἶμαι ἅγιος. Ἄς γνωριστοῦμε...»
Στίς περιοδεῖες μου στίς μεγάλες πολιτεῖες, συχνά ὁ κόσμος μέ χειροκροτοῦσε. Τότε ἔχανα τήν ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό μου. Θά προτιμοῦσα νά μ' ἔφτυναν. Θά 'ξερα ἔτσι πώς ἀκολουθοῦσα τό σωστό δρόμο.
Ὅσο πάει καί πιό συχνά δημοσιεύουν τή φωτογραφία μου. Αὐτό μέ στενοχωρεῖ: Δέ θέλω ν' ἀνταλλάξω τήν ἀγγλική σκλαβιά μέ τή σκλαβιά τῆς εἰρηνικῆς ἀνυπακοῆς.
Συχνά οἱ ἀδελφές μας πού εἶχαν «ξεπέσει» ἔρχουνταν νά μέ δοῦν.
-Μπαπουτζῆ, βόηθα μας νά πάρουμε μιά θέση στήν κοινωνία.
-Μπαπουτζῆ, μποροῦμε κι ἐμεῖς νά βοηθήσουμε γιά τήν εἰρηνική ἀντίσταση.
-Ἀδελφές μου, τούς ἔλεγα τότε, πρῶτ' ἀπ' ὅλα θυσιάσετε
λιγάκι ἀπό τήν κοκεταρία σας. Ξαναπιάσετε το
ροδάνι. Μάθετε πάλι τά χέρια σας νά δουλεύουν γιά
νά ‘χετε τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Μιμηθεῖτε τίς χωριάτισσές μας, κερδίζετε τό ψωμί σας μέ τήν καθημερινή
ἐργασία τῶν χεριῶν σας καί τότε ὅλος ὁ κόσμος θά σᾶς
σέβεται. Ἄν ξαναπιάσετε τή δουλειά, θά ξαναβρεῖτε τή
θέση σας στήν κοινωνία. Θά μπορεῖτε μάλιστα νά γίνετε καί μέλη τοῦ Κογκρέσσου».
Ἐμεῖς σήμερα σάν Ἕλληνες ἔχουμε πατριῶτες ἡγέτες; Σάν χριστιανοί, ὅμως, ἔχουμε τόν αἰώνιο ἡγέτη μας Ἰησοῦ Χριστό. Γιά ν' ἀφυπνιστοῦμε καί ν'ἀποτινάξουμε τό ζυγό πού διά τῆς βίας καί ἄς μήν φαίνεται, μᾶς ἔχει ἐπιβληθεῖ ὀφείλουμε νά προσευχηθοῦμε, νά νηστέψουμε, νά μετανοήσουμε ν' ἀγαπήσουμε τό Θεό μας μέ ὅλη μας τήν καρδιά καί τόν πλησίον μας ὡς τόν ἑαυτό μας.
Καί γιά νά χαλαρώσουμε τελειώνω μ' ἕνα ποίημα τοῦ Γ. Σουρῆ, πού ἀντικατοπτρίζει τήν κατάσταση τῆς Ἑλλάδος. Αὐτό τό ποίημα εἶναι γραμμένο τό 1900. Στά 1900, λοιπόν, ὁ Γεώργιος Σουρῆς ἔγραφε!!!
Ποιός
εἶδε κράτος λιγοστό
σ' ὅλη τή γῆ μοναδικό,
ἑκατό νά ἐξοδεύει
καί πενήντα νά μαζεύει;
Νά τρέφει
ὅλους τούς ἀργούς,
νά 'χει ἑπτά Πρωθυπουργούς,
ταμεῖο δίχως χρήματα
καί δόξης τόσα μνήματα;
Νά 'χει
κλητῆρες γιά φρουρά
καί νά σέ κλέβουν φανερά,
κι ἐνῶ αὐτοί σέ κλέβουνε
τόν κλέφτη νά γυρεύουνε;
Ὅλα σ' αὐτή τή γῆ μασκαρευτήκαν
ὀνείρατα, ἐλπίδες καί σκοποί,
οἱ μοῦρες μας μουτσοῦνες ἐγινήκαν
δέν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
Σπαθί ἀντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι ὅλα τά ξέρει.
Κι ἀπό προσπάππου κι ἀπό παπποῦ
συγχρόνως μποῦφος καί ἀλεποῦ.
Θέλει ἀκόμα -κι αὐτό εἶναι ὡραῖο-
νά παριστάνει τόν εὐρωπαῖο.
Στά δυό φορώντας τά πόδια πού 'χει
στό 'να λουστρίνι, στ' ἄλλο τσαρούχι.
Σουλούπι,
μπόι, μικρομεσαῖο,
ὕφος τοῦ γόη, ψευτομοιραῖο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Καί ψωμοτύρι
καί γιά καφέ
τό «δέ βαρυέσαι» κι «ὤχ ἀδερφέ».
Ὡσάν πολίτης, σκυφτός ραγιᾶς
σάν πιάσει πόστο: δερβέναγάς.
Δυστυχία σου,
Ἑλλάς,
μέ τα τέκνα πού γεννᾶς!
Ὦ Ἑλλάς, ἡρώων χώρα,
τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;
Γεώργιος Σουρῆς (1853-1919)